καταγλωττισμα

καταγλωττισμα
    καταγλώττισμα
    κατα-γλώττισμα
    -ατος τό сладострастный поцелуй Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καταγλωττισμα" в других словарях:

  • καταγλώττισμα — καταγλώττισμα, τὸ (Α) [καταγλωττίζω] 1. λάγνο φίλημα με το άκρο τής γλώσσας 2. σπάνια και εξεζητημένη φράση …   Dictionary of Greek

  • καταγλώττισμα — lascivious kiss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλωττισμάτων — καταγλώττισμα lascivious kiss neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγλωττίσματα — καταγλώττισμα lascivious kiss neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] …   Dictionary of Greek

  • καταγλωττισμός — καταγλωττισμός, ὁ (Α) [καταγλωττίζω] το καταγλώττισμα* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»